Τα παιδιά χρειάζονται κανόνες και όρια για να μάθουν τι επιτρέπεται και τι όχι. Μια αρνητική συνέπεια μαθαίνει στο παιδί τη σημασία της τήρησης κανόνων, καθώς και το πώς να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος, ώστε να μάθει να παίρνει καλύτερες αποφάσεις. Σε στιγμές απειθαρχίας, τόσο ο γονιός που ενδίδει για να αποφύγει τη σύγκρουση με το παιδί, όσο και ο γονιός που επιτίθεται και αυταρχικά επιβάλλει τον έλεγχο, δεν παρέχει ευκαιρίες στο παιδί να διδαχθεί από τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών του, να αναπτύξει αίσθημα ευθύνης των επιλογών του και αυτονομηθεί. Οι παραπάνω στρατηγικές, οδηγούν συνήθως στην παγίωση των ανεπιθύμητων συμπεριφορών και δυσκολεύουν τη σχέση γονιού-παιδιού. Ένα μεγάλο ποσοστό γονιών έχει ανατραφεί με την πεποίθηση ότι η τιμωρία είναι αυτό που πρέπει να υποστεί ένα παιδί για την “κακή” συμπεριφορά του, κάτι σαν φυσική συνέπεια. Και παρότι στη συνείδηση πολλών γονιών η έννοια της τιμωρίας είναι ταυτόσημη με αυτή της συνέπειας, στην πραγματικότητα οι δύο έννοιες διαφέρουν μεταξύ τους.
Η συνέπεια ωστόσο γίνεται τιμωρία όταν: (α) ενέχει επικριτικά σχόλια (π.χ. “δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σωστά”), (β) η στάση του γονιού χαρακτηρίζεται από συναισθηματική φόρτιση (π.χ. επιθετικότητα, αγανάκτηση, θυμωμένο τόνο φωνής), (γ) ο γονιός εκφράζει την υπεροχή του (π.χ. “θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ”), (δ) είναι αυθαίρετη ή έχει ελάχιστη λογική σύνδεση με το πρόβλημα (π.χ. “δε θα πας στο θέατρο με το σχολείο σου, αφού σκορπάς τα παιχνίδια σου σε όλο το σπίτι”), (ε) απαιτεί την απόλυτη υπακοή και δε δίνει την επιλογή στο παιδί να διαλέξει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες αποδεκτές λύσεις.
Από την άλλη, οι φυσικές και λογικές συνέπειες αποτελούν μια εναλλακτική μέθοδο πειθαρχίας στη θέση της αμοιβής και της τιμωρίας. Οι φυσικές συνέπειες βιώνονται από το παιδί, όταν οι ενήλικες δεν παρεμβαίνουν για να το προστατέψουν από τα δυσάρεστα που έπονται της συμπεριφοράς του και οι λογικές συνέπειες εφαρμόζονται, όταν η φυσική συνέπεια που ακολουθεί τη συμπεριφορά κρίνεται ακατάλληλη, κυρίως λόγω αυξημένης επιθετικότητας. Η εφαρμογή και των δύο δίνει την ευκαιρία στο παιδί να διδαχθεί βιωματικά από τη φυσική ή κοινωνική τάξη των πραγμάτων, ενώ το διευκολύνει να αναπτύξει το αίσθημα επιλογής και ανάληψης ευθύνης αντί να το υποχρεώνει να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες ή απαιτήσεις των άλλων. Οι φυσικές και λογικές συνέπειες βοηθούν το παιδί να μάθει για το περιβάλλον του μέσα από τα αποτελέσματα των πράξεών του. Οι γονείς συχνά παρεμβαίνουν για να προστατεύσουν τα παιδιά από τις συνέπειες που έχουν οι πράξεις τους. Μάλιστα, η γονεϊκή προστασία από συγκεκριμένους κινδύνους (π.χ. ξένα πρόσωπα, ηλεκτρισμός) αποτελεί αναγκαία συνθήκη. Ωστόσο, ο γονιός πρέπει να έχει κατά νου, ότι το παιδί μαθαίνοντας τον κόσμο μέσα από τις συνέπειες των πράξεών του, γίνεται γρηγορότερα αυτόνομο. Οι γονείς χρησιμοποιώντας τις συνέπειες καλλιεργούν στο παιδί μια αίσθηση υπευθυνότητας ως προς τη λήψη αποφάσεων και εξασφαλίζουν ένα περιβάλλον με λιγότερες συγκρούσεις. Φέρνοντας σταδιακά το παιδί σε επαφή με τον πραγματικό κόσμο, δημιουργούν πιο ζεστές σχέσεις μαζί του λόγω λιγότερων συγκρούσεων. Με το πέρασμα του χρόνου, το παιδί κατανοεί μέσα από τα βιώματα και τις εμπειρίες, ότι οι επιλογές του είναι εκείνες που καθορίζουν τις συνέπειες και όχι οι γονείς.

