Η αξιολόγηση της μνημονικής λειτουργίας επιτρέπει να διαπιστωθεί αν το έλλειμμα στη μνήμη οφείλεται σε αναποτελεσματική αρχική πρόσληψη και κωδικοποίηση της πληροφορίας ή σε περιορισμένη χωρητικότητα της βραχύχρονης μνήμης. Στα παιδιά με δυσλεξία το έλλειμμα φαίνεται να σχετίζεται μάλλον με το αρχικό στάδιο της λεκτικής κωδικοποίησης, και είναι απαραίτητο να χορηγηθούν δοκιμασίες λεκτικής (π.χ. ανάκληση καταλόγου λέξεων που παρουσιάζονται προφορικά) και οπτικής μνήμης (π.χ. ανάκληση θέσης χρωματιστών μαρκών σε ένα πλαίσιο) προκειμένου να διαπιστωθούν τυχόν διαφορές στην επίδοση. Χρειάζεται, επίσης, να αξιολογηθούν η ελεύθερη ανάκληση των πληροφοριών (ικανότητα που απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια), η ανάκληση με υποβοήθηση (κατά την οποία χορηγείται στον εξεταζόμενο ένα στοιχείο που σχετίζεται εννοιολογικά με την πληροφορία που καλείται να θυμηθεί) και, φυσικά, η αναγνώριση των πληροφοριών μεταξύ σχετικών και μη σχετικών πληροφοριών (ικανότητα που απαιτεί μικρότερη προσοχή). Τέλος, πρέπει επίσης να ελεγχθεί η μακρόχρονη μνήμη του ατόμου (η ικανότητα ανάσυρσης πληροφοριών μετά από χρονική καθυστέρηση).
Πηγή: Πολυχρόνη, Φ. (2011). Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες. Πεδίο, Αθήνα.