Παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θεωρούνται τα παιδιά-μαθητές, τα οποία έχουν σημαντικές δυσκολίες στη μάθηση και στη προσαρμογή τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Στα παιδιά αυτά συμπεριλαμβάνονται όσα έχουν νοητική υστέρηση, προβλήματα όρασης και ακοής, προβλήματα λόγου και ομιλίας, προβλήματα συμπεριφοράς, μαθησιακές δυσκολίες, διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα, αυτισμό και άλλες αναπτυξιακές διαταραχές, πολλαπλές αναπηρίες, αλλά και τα ταλαντούχα χαρισματικά παιδιά. Ένα παιδί-μαθητής πιστοποιείται ότι παρουσιάζει μια ειδική εκπαιδευτική ανάγκη, όταν αποδεδειγμένα δυσκολεύεται πραγματικά στη μάθηση σε σχέση πάντα με την πλειονότητα των μαθητών της ηλικίας του και δεν μπορεί να κάνει χρήση των εκπαιδευτικών ευκαιριών που του προσφέρονται στο σχολείο του. Όπως αναφέρουν οι Hallahan &Kauffman (1997), Slavin (2007), και παρατίθενται στο Σαλβαράς (2013), ο όρος “άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες” μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή οποιωνδήποτε μαθητών, των οποίων η φυσική, νοητική ή συμπεριφορική απόδοση αποκλίνει από το θεωρούμενο ως φυσιολογικό, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω, ώστε να χρειάζονται επιπρόσθετες υπηρεσίες για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Επίσης, μαθητές με σύνθετες γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες, παραβατική συμπεριφορά λόγω κακοποίησης, γονεϊκής παραμέλησης και εγκατάλειψης ή λόγω ενδοοικογενειακής βίας, ανήκουν στα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Εντωμεταξύ σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες προτάθηκε η χρήση τεσσάρων κατηγοριών για την κατάταξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες: α) δυσκολίες στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση, β) δυσκολίες στη γνωστική λειτουργία και τη μάθηση, γ) δυσκολίες στη συμπεριφορά και στη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη και δ) δυσκολίες στην αισθητηριακή και/η την κινητική λειτουργία.